- τρίιππος
- τρί-ιππος, mit drei Pferden, τὸ τρίιππον, Dreigespann
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
τρίιππος — ον, ουδ. και τριίπι(ο)ν, Α 1. αυτός που έχει τρεις ίππους 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίιπον και τριίπιν άμαξα που σύρεται από τρεις ίππους που έχουν ζευχθεί μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ἵππος «άλογο» (πρβλ. ἑξά ϊππος)] … Dictionary of Greek
ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι … Dictionary of Greek